Δευτέρα 23 Ιουλίου 2007

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΧΕΛΩΝΑΣ ΑΡΧΕΛΩΝ




Χιλιάδες χρόνια τώρα οι θαλάσσιες χελώνες "Καρέττα-καρέττα" (Caretta caretta, Chelonia mydas και Dermochelys coriacea) ζούν και αναπαράγονται στις όμορφες παραλίες του Λακωνικού Κόλπου. Αν και ζούν μέσα στο νερό, η ύπαρξή τους εξαρτάται απόλυτα από τις ακτές όπου αφήνουν τα αυγά τους. Επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει ότι τα ζώα αυτά συνδέονται στενά με τις παραλίες όπου γεννήθηκαν και επιστρέφουν πάντα σ'αυτές για να ωοτοκήσουν. 'Ετσι ο πληθυσμός του Λακωνικού όπως και κάθε άλλος πληθυσμός έχει τις δικές του παραλίες ωοτοκίας και δεν μπορεί να αναπληρωθεί από χελώνες άλλων περιοχών.


Στον Λακωνικού γίνονται κάθε καλοκαίρι συνολικά περίπου 200 φωλιές στην κεντρική παραλία του Ευρώτα καθώς και στις παραλίες Βαθύ, Μαυροβούνι, Σελινίτσα και Βαλτάκι. Στην παραλία του Μαυροβουνίου έχει εγκατασταθεί Σταθμός Πεδίου των εθελοντών του Συλλόγου ΑΡΧΕΛΩΝ για την αποτελεσματική προστασία των φωλιών στις περιφεριακές παραλίες του Λακωνικού Κόλπου. Στην παραλία του Μαυροβουνίου κάθε χρόνο κατασκευάζεται φυσικό εκκολαπτήριο όπου μεταφέρονται όσες από τις 30 φωλιές της παραλίας γίνονται σε επικίνδυνα σημεία, ενώ διοργανώνται ενημερωτικές παρουσιάσεις με διαφάνειες για την ενημέρωση των επισκεπτών.
Τα τελευταία χρόνια οι πληθυσμοί των θαλασσιών χελωνών έχουν μειωθεί σημαντικά σε όλον τον κόσμο. Γι'αυτό φταίνε κυρίως η ρύπανση της θάλασσας, η εκμετάλλευση του ζώου για εμπορικούς σκοπούς (σε άλλες χώρες) και οι τυχαίες συλληψεις σε αλιευτικά εργαλεία. Η εξαφάνιση τους όμως θα είναι σίγουρη αν χάσουν τις παραλίες όπου αναπαράγονται .


Στην Ελλάδα που φιλοξενεί τους μεγαλύτερους πληθυσμούς της "Καρέττα-κατέττα" στη Μεσόγειο, γεννούν κυρίως σε αμμουδιές της Πελοποννήσου, της Κρήτης και της Ζακύνθου. Στην Πελοπόννησο θαλάσσιες χελώνες γεννούν κυρίως στον Λακωνικο Κόλπο, στον Κυπαρισσιακό Κόλπο, στον Κόλπο της Κυλλήνης και στο Μεσσηνιακό Κόλπο. Σε όλες αυτές τις περιοχές ο Σύλλογος για την Προστασία της Θαλάσσιας Χελώνας ΑΡΧΕΛΩΝ διεξάγει προγράμματα μελέτης και προστασίας της αναπαραγωγικής δραστηριότητας του σπάνιου αυτού ερπετού.


Στη Λακωνία ο ΑΡΧΕΛΩΝ ξεκίνησε το 1985 ένα συστηματικό πρόγραμμα για την προστασία των θαλάσσιων χελωνών. Παράλληλα αναπτύχθηκε, για πρώτη φορά στην Ελλάδα χειμερινό πρόγραμμα καταγραφής τυχαίων συλλήψεων θαλάσσιων χελωνών από αλιευτικές δραστηριότητες, με κέντρο το λιμάνι του Γυθείου. Το 1993, ξεκίνησε η προσπάθεια για ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού με τη συστηματική λειτουργία του Σταθμού Ενημέρωσης στο Γύθειο, καθώς και οι πρώτες συνεργασίες με τουριστικές μονάδες για την ευαισθητοποίηση των τουριστών. Κάθε χρόνο 70 περίπου εθελοντές από όλον τον κόσμο, έρχονται στη Λακωνία και εκπαιδεύονται προκειμένου να βοηθήσουν στην προστασία και μελέτη της θαλάσσιας χελώνας, η οποία απειλείται με εξαφάνιση στον πλανήτη μας.


Επικοινωνία: Σύλλογος για την Προστασία της Θαλάσσιας Χελώνας ΑΡΧΕΛΩΝ Σολωμού 57, 104 32 Αθήνα Tηλ./Fax: + 30.210.5231342 e-mail: stps@archelon.gr

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2007

ΤΑΥΓΕΤΟΣ (μέρος 5)



ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΣΠΑΡΤΙΑΤΩΝ





ΤΑΥΓΕΤΟΣ (μέρος 4)



ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΣΠΑΡΤΙΑΤΩΝ




ΤΑΥΓΕΤΟΣ (μέρος 3)



ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΣΠΑΡΤΙΑΤΩΝ




ΤΑΥΓΕΤΟΣ (μέρος 2)



ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΣΠΑΡΤΙΑΤΩΝ





ΤΑΥΓΕΤΟΣ (μέρος 1)



ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΣΠΑΡΤΙΑΤΩΝ





ΓΥΘΕΙΟ




Ο νέος δήμος Γυθείου είναι ένας από τους μεγαλύτερους δήμους του νομού Λακωνίας και περιλαμβάνει τις πρώην κοινότητες: Άγιος Βασίλειος, Αιγιές, Δροσοπηγή, Καλύβια, Καρβελάς, Καρυούπολη, Κονάκια, Κρήνη, Λυγερέα, Μαραθέα, Μυρσίνη, Νεοχώρι, Πλάτανος, Σιδηρόκαστρο, Σκαμνάκι, Σκουτάρι και Χωσιάριο. Έδρα του δήμου είναι το Γύθειο.

Το Γύθειο είναι κτισμένο στο αρχαίο Λαρύσιο (Κούμαρο) και δεσπόζει στο Λακωνικό κόλπο. Η αρχαία πόλη του Γυθείου βρισκόταν στα βόρεια της σημερινής πόλης, πάνω στο λόφο όπου διατηρούνται ακόμα τα ερείπια της ακρόπολης. Στους πρόποδες του λόφου βρίσκεται το αρχαίο θέατρο καθώς και χαλάσματα ρωμαϊκών οικοδομημάτων. Το αρχαίο θέατρο χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα για πολιτιστικές εκδηλώσεις.





Το νησί Κρανάη, όπου κατά την παράδοση ο Πάρης διανυκτέρευσε με την Ωραία Ελένη πριν από το ταξίδι τους για την Τροία, σήμερα συνδέεται με μια τεχνητή λωρίδα γης με το Γύθειο. Στο νησί υπάρχει ο αναστηλωμένος Πύργος του Τζανετάκη, ο οποίος λειτουργεί ως λαογραφικό μουσείο της Μάνης. Είναι ο πρώτος πύργος που εισάγει τον επισκέπτη της Λακωνίας στο άγριο αλλά και ονειρικό μανιάτικο τοπίο.

Το Γύθειο είναι το επίνειο της Σπάρτης αλλά και η μεγάλη πύλη για να εισέλθει κανείς στην αδούλωτη και υπερήφανη Μάνη. Απέχει 43 χιλιόμετρα από τη Σπάρτη και είναι ένα από τα ωραιότερα λιμάνια της Μεσογείου. Παρατηρώντας κανείς το Γύθειο έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται σε νησί, επειδή είναι χτισμένο σε λόφο. Αποτελεί μια από τις πιο ανεπτυγμένες τουριστικά περιοχές της Λακωνίας, με σύγχρονες ξενοδοχειακές μονάδες αλλά και με παραδοσιακά ανακαινισμένα ξενοδοχεία.




Ο επισκέπτης έχει αρκετές δυνατότητες επιλογής: από ένα απλό fast-food ή ένα ουζερί ως μια παραλιακή ταβέρνα και ένα καλό εστιατόριο. Στο κέντρο του Γυθείου βρίσκεται το τουριστικό περίπτερο, έτοιμο να εξυπηρετήσει τον επισκέπτη, προσφέροντάς του από ένα πρωινό ως ένα πλήρες γεύμα. Η πλατεία του Γυθείου, μετά την ανάπλασή της, αποτελεί ένα κόσμημα για την πόλη.

Το Γύθειο συνδέεται ακτοπλοϊκά με την Κρήτη, έχει λιμεναρχείο, σταθμό τροφοδοσίας σκαφών, διατηρεί μικρό αλιευτικό στόλο με ντόπιους επαγγελματίες ψαράδες και φυσικά ποτέ δε λείπει από τα εστιατόρια και τα ουζερί του Γυθείου το φρέσκο ψάρι. Λειτουργεί γραφείο του Ε.Ο.Τ., είναι έδρα του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, έχει εμπορικό σύλλογο, σκοπευτικό σύλλογο, φιλαρμονική, διαθέτει σύγχρονο ιατρικό κέντρο υγείας, πυροσβεστική υπηρεσία, τουριστική αστυνομία και είναι η έδρα της Ιεράς Μητροπόλεως Γυθείου & Οιτύλου με μητροπολίτη τον κ.κ. Χρυσόστομο.



Το Γύθειο είναι μία μικρή πόλη της Λακωνίας, αλλά η μεγαλύτερη της Μάνης. Η αρχιτεκτονική του και η ατμόσφαιρα της πόλης είναι η τυπική θαλασσινή ατμόσφαιρα των ελληνικών τοπίων, όπως επίσης και αυτή των ελληνικών νησιών.



Η μεγάλη παραλία του με τα ταβερνάκια, τα ουζερί και τα ψαράδικα, τα απλωμένα χταπόδια στον ήλιο, η διαρκής κίνηση των καικιών και των άλλων πλοιαρίων, τα αμφιθεατρικά χτισμένα σπίτια συνθέτουν την γραφικότητά του. Εξαγωγικό λιμάνι των προιόντων του νομού, το Γύθειο γνώρισε οικονομική ακμή, όταν οι μεταφορές και οι συγκοινωνίες γίνονταν κυρίως μέσω θαλάσσης. Σημάδι ολοφάνερο της ευρωστίας του, τα όμορφα νεοκλασσικά κυρίως κτίσματα και τα πέτρινα ψηλά σπίτια, που χτίστηκαν κατά τα αστικά πρότυπα, αμφιθεατρικά, στο βουνό Κούμαρος.




Στο Γύθειο τα αξιοθέατα είναι πολλά.



Μέσα στο Γύθειο, καθώς και στις δαντελωτές ακτές του, που εκτείνονται για πολλά χιλιόμετρα, θα βρείτε ταβέρνες για φρέσκο ψάρι, εστιατόρια, μικρά κεντράκια, καφετέριες και αναψυκτήρια.

Στα τέλη του Ιούλη, με αρχές Αυγούστου, πραγματοποιείται το Φεστιβάλ Γυθείου, που περιλαμβάνει διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις, όπως ομιλίες, συναυλίες, καθώς και παραστάσεις αρχαίου δράματος στο αρχαίο θέατρο της πόλης.

Στο Γύθειο μπορείτε να κάνετε μιά όμορφη βόλτα στα στενά ανηφορικά σοκάκια με τις πέτρινες σκάλες, που σκαρφαλώνουν μέχρι το βουνό. Από τα τελευταία σπίτια αρχίζει το μονοπάτι που οδηγεί στην κορυφή του, όπου υπάρχει ένα όμορφο μικρό εκκλησάκι, απ' όπου η θέα είναι απεριόριστη και μαγική. Θα κάνετε μπάνιο στις υπέροχες ακτές, που απλώνονται δεξιά και αριστερά από το Γύθειο.



Συνδέεται οδικά με την υπόλοιπη Μάνη και μέσω θαλάσσης με Νεάπολη, Κύθηρα, Πειραιά και Κρήτη. Στο Γύθειο καταλήγει η εθνική οδός από τη Σπάρτη και ο παραλιακός δρόμος από τη Σκάλα. Από εδώ συνεχίζει ο δρόμος για την Αρεόπολη και τη γνωριμία με τη Μάνη. Στο λιμάνι που πιάνει το φεριμπότ από Πειραιά συνδέει τη νότια Πελοπόννησο με τα Κύθηρα, ενώ λειτουργεί σταθμός ανεφοδιασμού, για τα σκάφη αναψυχής και στο καρνάγιο γίνονται επισκευές – συντηρήσεις.

Η πόλη του Γυθείου είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στους πρόποδες του βουνού Ακούμαρου, σε μία περιοχή κατάφυτη από ελιές, στο μυχό του Λακωνικού κόλπου. Χαρακτηριστική εικόνα στην πόλη αποτελούν τα λιθόστρωτα στενά ανηφορικά σοκάκια της και τα διώροφα και τριώροφα νεοκλασικά. Το γραφικό λιμανάκι του είναι γνωστό από την αρχαιότητα , όταν αποτελούσε σταθμό για τους εμπόρους των κοχυλιών της πορφύρας .




Το Γύθειο έχει κατοικηθεί από τα Προϊστορικά χρόνια όπως μαρτυρούν και τα ευρήματα του σπηλαίου στη θέση Λακωνίς, κοντά στη πόλη του Γυθείου.

Σύμφωνα με την παράδοση όταν ο Θεός Απόλλωνας φιλονίκησε με τον Ηρακλή για τον μαγικό τρίποδα του μαντείου των Δελφών και στο τέλος συμφιλιώθηκαν, ο τόπος ονομάσθηκε ‘’Γύη Θεών’’ δηλαδή Γύθειο.

Ήταν το επίνειο και ο ναύσταθμος της αρχαίας Σπάρτης και αργότερα, στη Ρωμαϊκή εποχή και στα χρόνια της Φραγκοκρατίας ένα από τα κυριότερα εμπορικά λιμάνια της νότιας Πελοποννήσου με κατεργασία και εμπόριο πορφύρας, μαρμάρου, κλπ.




Στα Ρωμαϊκά χρόνια (195 π.χ.) το Γύθειο ήταν η πρωτεύουσα του Κοινού των Ελευθερολακώνων, με πληθυσμό 25.000 κατοίκους. Τότε κατασκευάσθηκαν το θέατρο της πόλης, η ακρόπολή της, τα δημόσια λουτρά, ναοί και αρκετά σπίτια με πλούσιο διάκοσμο και ψηφιδωτά, ενώ η πόλη διακοσμήθηκε με περίτεχνα αγάλματα.

Αξίζει να επισκεφθείτε το αρχαίο Γύθειο, στη θέση Παλαιόπολη. Εδώ σώζονται ερείπια οικοδομημάτων με ψηφιδωτά δάπεδα, υδραγωγείο, ρωμαϊκός ναός των αυτοκρατόρων Αυγούστου και Τιβέριου, λουτρά, καθώς και ένα θέατρο ρωμαϊκής περιόδου.



Κατά την μυθολογία, στο νησάκι Κρανάη, απέναντι από την πόλη, η Ωραία Ελένη κλέφτηκε με τον Πάρη, γεγονός που αποτέλεσε αφορμή για τον Τρωικό πόλεμο. Στο νησάκι υπάρχει ο περίφημος πέτρινος Πύργος του Τζανετάκη Γρηγοράκη, τρίτου μπέη της Μάνης, που χτίστηκε τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας και σήμερα στεγάζει το Ιστορικό Εθνολογικό Μουσείο της Μάνης.


Στην πόλη του Γυθείου αξίζει να επισκεφθείτε το Παρθεναγωγείο και το Δημαρχείο, που χτίστηκαν και τα δύο από τον αρχιτέκτονα Τσίλλερ, καθώς και το Αρχαίο Θέατρο. Στην κορυφή του όρους Κούμαρος βρίσκεται το εκκλησάκι των Αγίων Πάντων. Από εδώ η θέα είναι μαγευτική. Περίπου έντεκα χιλιόμετρα έξω από την πόλη συναντάμε τα ερείπια του μεγάλου φράγκικου κάστρου του Πασσαβά που χτίστηκε το 13ο αιώνα.

Το Γύθειο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ορμητήριο εκδρομών, κυνηγιού και ψαρέματος. Από εδώ μπορείτε να κάνετε τον γύρο της Μάνης, να επισκεφθείτε τα περίφημα σπήλαια Δυρού, αλλά και τα γύρω νησιά. Συνδέεται με λεωφορείο με την Σπάρτη και τους Μολάους.

Η πόλη καταστράφηκε από σεισμό (το 375 μ.X.) και τμήματα των ερειπίων της αρχαίας πόλεως του Γυθείου βρίσκονται στο βόρειο άκρο της σημερινής πόλης. Ο επισκέπτης μπορεί να τα δει βυθισμένα στο βυθό της θάλασσας ανατολικά του σταδίου της. Πιο κάτω, στο βάθος του κόλπου, βρίσκονται τα Τρίνησα, το άλλοτε αγκυροβόλι της Σπαρτιάτικης αρμάδας.



Οι σωστικές ανασκαφές μέσα στη πόλη έχουν φέρει στο φως μνημεία σημαντικής αξίας: ψηφιδωτά, δημόσια κτίρια, κατοικίες με ωραία διακοσμητικά ψηφιδωτά δάπεδα, νεκροταφεία, καλή κεραμική, γλυπτά, νομίσματα, επιγραφές κλπ. Πολλά ευρήματα βρίσκονται στο αρχαιολογικό Μουσείο του Γυθείου.

Περίπου 11 χλμ. ΝΑ είναι τα ερείπια του μεγάλου φράγκικου κάστρου του Πασσαβά, κτισμένο τον 13ο αιώνα και 36 χλμ. προς την ίδια κατεύθυνση τα περίφημα σπήλαια Δυρού.

Ο Δήμος Γυθείου (επαρχία Γυθείου) σχηματίσθηκε για πρώτη φορά το 1835, με έδρα το Γύθειο (Μαραθονήσι), ενώ το 1841 συγχωνεύθηκαν σ’ αυτόν πολλά χωριά και μέρος του Δήμου Σκοπού. Είχε σφραγίδα κυκλική με έμβλημα «εικόνα παριστώσαν την περί του τριπόδου έριν μεταξύ Ηρακλέους και Απόλλωνος» και γύρω της τις λέξεις Δήμος Γυθείου.

Στο Δήμο λειτουργεί Αρχαιολογικό Μουσείο και το Μουσείο Πύργου Τζαννετάκη.

Ο νεοσύστατος Δήμος Γυθείου, είναι μοναδικός και θαυμάσιος τόπος διακοπών, κέντρο μιας οργανωμένης τουριστικά περιοχής που συνδυάζει μορφές εναλλακτικού τουρισμού, προσφέροντας τις υπηρεσίες που χρειάζεται ο σύγχρονος τουρίστας σ’ όλα τα επίπεδα.

Μπορεί να απολαύσει κανείς τις χαρές της θάλασσας σχεδόν παντού κατά μήκος της ακτογραμμής του Δήμου Γυθείου μήκους 43 χιλ. περίπου και να γευτεί φρέσκο ψάρι και θαλασσινές ποικιλίες. Οι καταπληκτικές παραλίες της Σελινίτσας και του Μαυροβουνίου, με τις θαυμάσιες αμμουδιές από τις ωραιότερες της Μεσογείου, προσφέρονται για σέρφινγκ και άλλα θαλάσσια σπορ. Σ’ όλες τους, έχουν απονεμηθεί ’γαλάζιες σημαίες’’.



Στο Μαυροβούνι στη Σελινίτσα, αλλά και σε άλλες παραλίες του Δήμου Γυθείου, έχουν την ''αμμουδιά τους'' και οι χελώνες καρέτα – καρέτα που έρχονται πάντα στην ίδια παραλία να γεννήσουν – απόδειξη ότι η τουριστική υποδομή δεν αντιστρατεύεται το περιβάλλον. Οι παρατηρητές επιστήμονες του Συλλόγου για την προστασία τους, τις περιμένουν κάθε χρόνο.

Στο Γύθειο, το Μαυροβούνι, το Σκουτάρι και το Βαθύ, λειτουργούν μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες, ενώ ακόμη προσφέρονται διαμερίσματα και επαύλεις. Στο Κάμπο του Μαυροβουνίου, στο Βαθύ και στον Αγερανό, προσφέρουν τις υπηρεσίες τους καλά οργανωμένα μεγάλα κάμπινγκ.


Εκτός από τις παραλιακές περιοχές του Δήμου Γυθείου:



  • υπάρχουν περιοχές με φυσικές ομορφιές ενταγμένες στο δίκτυο «Φύση 2000 GR Όρος Ταΰγετος» όπως: Πολυάραβος, Λυγερέας Κρήνη, Σκαμνάκι, Δροσοπηγή, περιοχές ημιορεινές ή ορεινές που αποτελούν ουσιαστικά προεκτάσεις της οροσειράς του Ταϋγέτου, και
  • μοναδικά μνημεία μανιάτικης αρχιτεκτονικής (Πυργόσπιτα – εκκλησίες κλπ.) σε όλα τα χωριά του Δήμου: Καρυούπολη, Κονάκια, Πολυάραβος, Χωσιάρι, Μαυροβούνι, Αγερανός, Σκουτάρι, Καρβελά, Μυρσίνη, Δροσοπηγή, Αιγιές, Σκαμνάκι, Λυγερέας κλπ.υπάρχουν περιοχές με φυσικές ομορφιές ενταγμένες στο δίκτυο «Φύση 2000 GR Όρος Ταΰγετος» όπως: Πολυάραβος, Λυγερέας Κρήνη, Σκαμνάκι, Δροσοπηγή, περιοχές ημιορεινές ή ορεινές που αποτελούν ουσιαστικά προεκτάσεις της οροσειράς του Ταϋγέτου



Στο Δήμο Γυθείου βρίσκονται οι παρακάτω 6 παραδοσιακοί οικισμοί (Με το ΦΕΚ-594/Δ/78):Γύθειο ολόκληρος ο οικισμός,Αγερανός,Αστέριον (τα Σολά),Καρυούπολις,Καυκί,Πολυάραβος


Ενδεικτικές Χιλιομετρικές Αποστάσεις:

Γύθειο - Σπάρτη: 42χλμ.
Αθήνα - Γύθειο: 271 χλμ.
Θεσσαλονίκη - Γύθειο: 773 χλμ.
Βόλος - Γύθειο: 581 χλμ.Πάτρα - Γύθειο: 277 χλμ





Πολιτιστικές Εκδηλώσεις του Δήμου Γυθείου

  • Στις 6 Ιανουαρίου με ευλάβεια και κατάνυξη και με συμμετοχή πλήθους κόσμου γίνεται ο αγιασμός των υδάτων στο λιμάνι του Γυθείου.
  • Κάθε χρόνο, το τελευταίο Σάββατο της Αποκριάς, έχει καθιερωθεί το καρναβάλι του Γυθείου. Ένας θεσμός που αρχίζει να έχει μεγάλη απήχηση.
  • Τα Μαραθονήσεια είναι μια σειρά πολιτιστικών και αθλητικών εκδηλώσεων που γίνονται από τα μέσα Ιουλίου ως τα μέσα Αυγούστου και περιλαμβάνουν θεατρικές, μουσικές και εικαστικές εκδηλώσεις, λαϊκό θέατρο σκιών και πολλούς αθλητικούς αγώνες.
  • Κάθε χρόνο γιορτάζεται εντυπωσιακά η ναυτική εβδομάδα.
  • Στις 14 Σεπτεμβρίου αρχίζει και διαρκεί για 8 ημέρες μεγάλη εμποροπανήγυρη.
  • Στις 30 Σεπτεμβρίου γιορτάζεται η "γιορτή της μαρίδας", εν όψει της έναρξης της αλιευτικής περιόδου, με μουσικές εκδηλώσεις στο λιμάνι και μπουφέ με μαρίδες για τον επισκέπτη.











Τρίτη 10 Ιουλίου 2007

Πετρίνα


« ...Ύστερα είν 'ένα όρος ελαιών,
που δεν είναι καθόλου μικρότερο
από το όμοιο που 'ναι στην Παλαιστίνη
και που 'ναι δίκαιο να το λέμε άγιο...
...ΠΕΤΡΙΝΑ είναι τ' όνομά του... »
"Κώμης Έκφρασις"
ΙΩΑΝΝΗΣ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ
15ος αιών



το χωριό






Βρισκόμαστε 35 km νότια της Σπάρτης, σε υψόμετρο 300 m, στα ανατολικά κράσπεδα του Ταϋγέτου.
Η ΠΕΤΡΙΝΑ «Μεσ’ από πράσινες ελιές και στάχυα χρυσοφόρα Δεν είσαι πόλη από χαλκό, ουτ’ απ’ αχάτι χώρα Σε ξέρει ο θεός και το καλό δε σε ξεχνά ποτέ του Σε ξέρει ο ήλιος και η βροχή στα πόδια του Ταϋγέτου Μένουν τα πάντα ανάλλαχτα. Τα σπίτια, οι ζευγολάτες Και κουδουνίζουν οι πλαγιές κι αχολογούν οι στράτες Σαν ένας ύμνος στη χαρά των δουλευτών τα χέρια Σπέρνουν, θερίζουν, γνέθουνε, σφυροκοπούν τη γης Και μεσ’ στα λόγγια απλώνεσαι πιο ειρηνικό απ’ τ’ αστέρια. Κυψέλη ηλιοπλημμύριστη, χωριό της προκοπής.»
(Νικηφόρος Βρεττάκος, 1947)



ο συνεταιρισμός


1907: Αρκετά χρόνια πριν την ψήφιση του Νόμου 602/1914 «Περί συνεταιρισμών», η συνεταιριστική συνείδηση των προγόνων μας, είχε ωριμάσει. Έτσι την 4η Νοεμβρίου 1907 με το υπ’ αριθμόν 4314 Συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κροκεών, ιδρύθηκε : «Η ΕΝΩΣΙΣ ΤΩΝ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΩΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΠΕΤΡΙΝΗΣ»







καινοτόμες ιδέες - πρωτοποριακές αποφάσεις



1936: Ο Συνεταιρισμός ιδρύει ένα ελαιοτριβείο και μετονομάζεται ταυτόχρονα σε «Ελαιουργικό Συνεταιρισμό Πετρίνας», εισδύοντας στον τομέα εκμετάλλευσης του ελαιολάδου.
1938: Εφαρμόζεται πρώτη φορά πανελλαδικά η καινοτομία της κοινής έκθλιψης του ελαιοκάρπου. Εξασφαλίζει τον χαρακτηρισμό του Πρωτοπόρου Πρωτοβάθμιου Συνεταιρισμού. Εφαρμόζεται η κοινή εναποθήκευση του ελαιολάδου στις δεξαμενές του Συνεταιρισμού.
1951: Εφαρμόζεται η πώληση του ελαιολάδου σε επώνυμα δοχεία.
1953: Δημιουργείται Ταμείο Υγείας των μελών του, πέραν εκείνης του ΟΓΑ, με ποσοστιαίες κρατήσεις από την ετήσια παραγωγή ελαιολάδου.
1954: Δημιουργείται Ταμείο Οδοποιίας για την διάνοιξη και συντήρηση των αγροτικών δρόμων.
1980: Από την 1η Ιανουαρίου ο Συνεταιρισμός αναλαμβάνει την άσκηση της Αγροτικής Πίστεως.



η δυναμική


  • 350 μέλη - συνεταίροι



  • 9.000 στρέμματα καλλιεργήσιμης έκτασης



  • 150.000 ελαιόδεντρα



  • 120 km αγροτικοί δρόμοι



  • 200 τόνοι μέση ετήσια παραγωγή ελαιολάδου



  • 5 ανοξείδωτες ελαιοδεξαμενές, χωρητικότητας 250 τόνων
    2.000 τ.μ. επιφάνεια ελαιουργείου - αποθηκών - γραφείων



  • 3 στρέμματα συνολική, ακάλυπτη και μη, επιφάνεια



  • Επενδύσεις εκσυγχρονισμού 200 εκατ. τα πέντε τελευταία χρόνια.

τα προϊόντα



ποιότητα ελαιοκάρπου



  • Καλλιεργούμενη ποικιλία, αποκλειστικά, η κορωνέϊκη.



  • Η έναρξη της συλλογής, κοινή για όλους, καθορίζεται αφού πρώτα διαπιστωθεί η ιδανική ωρίμανση του ελαιοκάρπου.



  • Γνωρίζουμε ότι ο τραυματισμένος ελαιόκαρπος δίνει λάδι χαμηλής ποιότητας και τον αποφεύγουμε.




έκθλιψη - αποθήκευση


Ο σημαντικότερος παράγων για την εξαγωγή υψηλής ποιότητας λαδιού είναι η συντόμευση του χρόνου, που μεσολαβεί από τη συλλογή μέχρι την έκθλιψη του ελαιοκάρπου. Από το 1938 έχουμε καθιερώσει τη κοινή έκθλιψη του ελαιοκάρπου, μια διαδικασία που μας επιτρέπει να ολοκληρώνουμε την έκθλιψή του, μέσα στις επόμενες 12 ώρες από τη συλλογή του.
Εχθροί της ποιότητας του λαδιού μετά την εξαγωγή του, είναι το οξυγόνο του αέρα, η θερμότητα και το φως. Από το 1948, όλη η παραγωγή λαδιού και μέχρι τη διάθεσή της, αποθηκεύεται σε ανοξείδωτες δεξαμενές, ιδιοκτησίας του Συνεταιρισμού, σε χαμηλή θερμοκρασία, μακριά από το φως και τον αέρα.



αγουρέλαιο Πετρίνας



συνώνυμο της ποιότητας






















οι διακρίσεις

1951: Βράβευση του ελαιολάδου της Πετρίνας στην 16η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης με ‘Χρυσούν Μετάλλιον μετ’ Επαίνου’.
1952: Νέα βράβευση του ελαιολάδου μας στην 17η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης με το Μέγα Βραβείον’.
1954: Μια ακόμη βράβευση του ελαιολάδου Πετρίνας στην 19η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης με ‘Δίπλωμα Τιμής, μετά Χρυσού Μεταλλίου’.
1979: Βραβείο Συνεταιριστικής Επιδόσεως στον Ελαιουργικό Συνεταιρισμό Πετρίνης από την ΠΑΣΕΓΕΣ στην ετήσια τακτική γενική συνέλευση των μελών της.
1980: Το Υπουργείο Γεωργίας βραβεύει τον Ελαιουργικό Συνεταιρισμό Πετρίνης για την πρωτοπορία του στην κοινή έκθλιψη και εμπορία ελαιολάδου.

επικοινωνία

Επωνυμία : Αγροτικός Συνεταιρισμός Πετρίνας
Διεύθυνση : Πετρίνα Λακωνίας - Τ. Κ. 23200
Τηλέφωνο - FAX : 27330 – 92204
e-mail:
info@petrina-oliveoil.gr


Κυριακή 8 Ιουλίου 2007

ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΗΜΟΥ ΣΜΥΝΟΥΣ




Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης στη περιοχή εγκαταστάθηκαν εξισλαμισθέντες Αρβανίτες από την Αρκαδία. Οι Μανιάτες όμως κατά το 15ο αιώνα σε πολλές ευκαιρίες έδιωξαν τους Τουρκαλβανούς, όπως στην επανάσταση του Κροκόδειλου Κλαδά1 το 1479, αλλά και μεταγενέστερα. Στη Βενετσιάνικη κατοχή του Μοριά η επαρχία της Μπαρδούνιας, αριθμούσε 16 κατοικημένες κώμες, 3 γκρεμισμένες2, κανένα Μοναστήρι, 440 φαμίλιες, 1.726 ανθρώπινες ψυχές και 325.440 στρέμματα (Σάθας: Τουρκοκρατούμενη Ελλάς )




Με τη τελική αποχώρηση των Ενετών και την ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Οθωμανούς το 1715, ο μέγας βεζύρης Δαμάδ Αγάς Κιουμουρτζής, εγκατέστησε εκεί Αλβανούς μουσουλμάνους3. Αυτοί αποτελούσαν την εμπροσθοφυλακή του Τουρκικού στρατού σε τυχόν επιθέσεις εναντίον της Μάνης, αλλά και ανασταλτικό παράγοντα για τις επιθέσεις των Μανιατών στη περιοχή της Τουρκοκρατούμενης Λακωνίας.




Οι Αλβανοί αυτοί ονομάστηκαν Τουρκοβαρδουνιώτες ή Τουρκομπαρδουνιώτες και δημιούργησαν σημαντική ανθελληνική εστία, ενώ διακρίθηκαν για τη θηριωδία τους κατά των χριστιανών Ελλήνων της Λακωνίας. Κέντρο των τουρκομπαρδουνιωτών αρχικά, ήταν το απόρθητο κάστρο της Μπαρδούνιας. Αργότερα, το κέντρο τους μεταφέρθηκε στους Γοράνους και στην Κουρτσούνα, όπου και οι οχυρότεροι πύργοι των διασημότερων της εποχής τουρκομπαρδουνιωτών Μουσάγα4 και Ρουμπή5, που πήραν και τον ανώτατο τίτλο-αξίωμα «Ζαμπαρδούνιας».




Τα χωριά της δυτικής πλευράς του Σμήνους κατοικούνταν μόνο από Έλληνες και ποτέ δεν κτίστηκε τουρκοβαρδουνιώτικος πύργος. Σε κάθε χωριό της ανατολικής πλευράς που το κατοικούσαν μόνο Τουρκοβαρδουνιώτες ή Τουρκοβαρδουνιώτες και Χριστιανοί Έλληνες, ανάμεικτα, είχε ένα ή περισσότερους οχυρούς πύργους με κανόνια και τον αγά του. Η ανώτερη διοικητική αρχή της περιοχής ήταν ο αρχιαγάς, που λεγόταν Ζαβαρδούνιας ή Ζαμπαρδούνιας. Η οργανωμένη αυτή πολεμική δύναμη6 υπολογιζόταν σε 2.500 εμπειροπόλεμους πολεμιστές, οχυρωμένους σε 48 δυνατούς πύργους, που μερικοί τους ανεβάζουν σε 68 ή ακόμα και σε 80.






Και οι τρεις όμως ομάδες των χωριών της περιοχής, έζησαν κάτω από ιδιότυπες συνθήκες μιας αέναης πάλης, μιας πάλης που ανέδειξε ηρωικές μορφές τόσο ανδρικές, όσο και γυναικείες.







Από τους έλληνες κατοίκους των «μανιάτικων» χωριών της περιοχής της Μπαρδούνιας, ονομαστότεροι, ιδίως από το 17697 και ως μετά την Επανάσταση του 1821, ήταν οι Βενετσανάκηδες, τους οποίους το 1830 βρίσκουμε να είναι ακόμη η ηγετική οικογένεια της Καστάνιτσας. Αλλά αδιαμφισβήτητη, απ' όλους ανεξαιρέτως τους ιστορικούς «πρώτη μεγάλη πατριωτική φυσιογνωμία της Μπαρδούνιας8» του 18ου αιώνα ήταν ο καπετάνιος της Καστάνιας «περιβόητος Κλέφτης του Μοριά9», Παναγιώταρος Βενετσανάκης.





Οι Βενετσανάκηδες ήταν η πρώτη οικογένεια της περιοχής, όσο ζούσε ο Παναγιώταρος, αλλά μετά τον χαλασμό του το 1780, αναδείχτηκε ο καπετάν Ζαχαριάς στη Λακεδαίμονα και στην Πελοπόννησο. Μετά τους δυο αυτούς Πρωτοκλέφτες που ξεπερνούσαν τα όρια της Λακωνίας, ακολουθούσαν οι Γιατράκηδες Γοράνων – Κουρτσούνας - Άρνας.



Στις αρχές του 1821, με τέχνασμα10 των Μανιατών, αποχώρησαν από τη περιοχή και κατέφυγαν στη Τρίπολη και στη Μονεμβασιά. Στο Βαλτέτσι γνώρισαν τη ταπείνωση. Αναμετρήθηκαν11 με τους παλιούς τους γείτονες, τους Μανιάτες, όπου ο Ρουμπής, ο πιο εμπειροπόλεμος Τούρκος στρατιωτικός έπαθε σωστή πανωλεθρία. Πολεμήθηκαν αδιάκοπα και το τέλος τους ήλθε ολοκληρωτικά τον Σεπτέμβρη του 1821, μετά την άλωση της Τριπολιτσάς οπότε και εξαφανίστηκαν.




Στη μάχη του Πολυαράβου12 έλαβαν μέρος τόσο οι κάτοικοι των Μανιάτικων χωριών της Βαρδούνιας, όσο και άλλοι πολεμιστές από τα Βαρδουνοχώρια, όπως και σε άλλες μάχες του αγώνα του 1821.





Κατά τη διάρκεια της βενετοκρατίας (1685-1715) μεμονωμένα μέλη της Έξω Μάνης, αλλά και κάποιοι ισχυροί των νότιων και δυτικών περιοχών του Πασσαβά επέκτειναν τις οικονομικές δραστηριότητές τους στη Μπαρδούνια. Έχουν διασωθεί αρκετά στοιχεία για ορισμένα πρόσωπα που ασκούσαν οικονομικές πράξεις στο Πασσαβά και στη Μπαρδούνια, στις αρχές του 18ου αιώνα. Ενδεικτικά αναφέρουμε13:





1. Tο Pietro Bozzis, που αναφέρεται ως ενοικιαστής δύο νερόμυλων στον ποταμό της Μπαρδούνιας (1669-1703), ενώ το 1703 ενοικίασε μεγάλη έκταση γης στη Μπαρδούνια και στο Πασσαβά.



2. Ο Pietro Adramachi da Chielefa, στις 30 Απριλίου 1704, ενοικίασε ένα νερόμυλο και το επόμενο έτος τις ετήσιες προσόδους των χωριών Cochina Luria, Murtia και Guglianica.



3. Ο Gligori Chiriaculachi da Chielefa, υπήρξε ενοικιαστής της δεκάτης διαφόρων χωριών της περιοχής μεταξύ των οποίων Cergia προς 47 ρεάλια14, το 1705 Cochina Luria e Guglianica προς 82 ρεάλια.



4. Ο Panagioti Ceracari το 1700, ενοικιαστής της δεκάτης διαφόρων χωριών της περιοχής μεταξύ των οποίων το Selegudi προς 57 ρεάλια.



5. ο Kavalier Doma Malevri το 1699-1703 ενοικιαστής των προσόδων στο Selegudi προς 6 ρεάλια.



6. Ο Capitan (αργότερα Kavalier) Steffano Malevri da Chielefa το 1704 ενοικιαστής των προσόδων του χωριού Ceria προς 25 ρεάλια, το 1705 ενοικιαστής της δεκάτης του χωριού Maltzina προς 40 ρεάλια.



7. Ο Toma Petropulachi ενοικιαστής της δεκάτης των χωριών Arcondico (1701), Cochina Luria e Guglianica (1702), Selegudi (1703).



8. Ο Giorgo Zanachi Todorachi da Caglasi το 1704, ενοικιαστής των προσόδων του χωριού Ceria προς 26 ρεάλια.



9. Ο Dima Zanetachi το 1700 ενοικιαστής της δεκάτης των χωριών San Nicolo και Bardugna, προς 120 ρεάλια.





Παραπομπές



1. Απόστολος Β. Δασκαλάκης, «Η Μάνη και η Οθωμανική αυτοκρατορία 1453-1821», Αθήνα 1923, επανέκδοση ‘’Πελασγός’’, Αθήνα 2001.



2. Απόστολος Δασκαλάκης, ό.π. σελ. 149.



3. Δ. Μέξης, «Η Μάνη» σελ. 226-227,



4. Μούσα Αγάς ή Μουσά Μπαρδούνιας διάσημος για την παλικαριά του και για την ομορφιά του. (Α. Φραντζής «Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος» - Από του 1715-1835, Αθήνα 1839 και Γεράσιμος Καψάλης «Η Βαρδούνια και οι Τουρκοβαρδουνιώτες», «Πελοποννησιακά» Τόμος Β' Αθήνα 1957)·



5. Διάσημος για την στρατιωτική του άξια (αναγνωριζόταν ως ο καλύτερος τούρκος αξιωματικός στο Μοριά) και για την πολεμική του δράση εναντίον των Κλεφτών. Άλλοι διάσημοι αγάδες της Μπαρδούνιας ήταν οι: Ζαλούμης, Καραμέρος, Χοντρολιάς. (Α. Φραντζής-Γ. Καψάλης).



6. Γ. Καψάλης ό.π. σελ. 124 και Λ. Φιλήμων «Ιστορικόν Δοκίμιον....»



7. Χρονιά των «Ορλωφικών».



8. Γ. Καψάλης, ό.π.



9. Α. Φραντζής, ό.π.



10. Ανάργυρος Κουτσιλιέρης «Ιστορία της Μάνης», Αθήνα 1996, σελ. 464



11. Ανάργυρος Κουτσιλιέρης ό.π. σελ. 486



12. Πέτρος Γ. Καρακασώνης, «Ιστορία της τριημέρου μάχης του Πολυαράβου», Αθήνα 1929.



13. Κώστας Κόμης, «Πληθυσμός και οικισμοί της Μάνης, 15ος - 19ος αιώνας», εκδόσεις Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 1995, σελ. 99 – 106.



14. Τα ρεάλια (reali) των βενετικών πηγών είναι τα γρόσια.



Μανιάτικα Χωριά





Βαρδούνια ή Μπαρδούνια κατέληξε να ονομάζεται ολόκληρη η περιοχή γύρω από το κάστρο της Βαρδούνιας ή Μπαρδούνιας. Το σύνορο στην περιοχή των Μπαρδουνοχωρίων μεταξύ Μάνης και Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν πάντοτε το ποτάμι της Μπαρδούνιας ή ο Σμήνος των αρχαίων. Πλησίον της Μέλισσας βρίσκεται της "στάρας" το γεφύρι, όπου σώζεται το τούρκικο φυλάκιο στην ανατολική πλευρά του ποταμιού. Έξω από την Μάνη, αλλά στα σύνορά της, για φοβέρα, τοποθετήθηκαν από τους Τούρκους, ανάμεσα σε Έλληνες χριστιανούς, ως αφεντικά τους, οι φοβεροί εξισλαμισθέντες Αλβανοί της Αρκαδίας.





Όμως τα χωριά που ανήκαν στην Μάνη ποτέ οι πρόγονοί μας δεν τα κατέταξαν με τα υπόλοιπα Μπαρδουνοχώρια1. Αυτή η συνολική ονομασία για όλα τα χωριά της περιοχής συντελέσθηκε μετά την απελευθέρωση του 1821. Άλλοτε καταγράφονται εκτός Μάνης και άλλοτε εντός, τόσο σε χάρτες, όσο και σε καταστάσεις απογραφών, βενετσάνικων ή άλλων. Σε χάρτη του Ιωάννου Β. Πατσουράκου του 19262, είναι σημειωμένα εντός της Μάνης, μετά την επέκταση των ορίων της το 1680.





Τα αναφέρει ο Νικήτας Νηφάκης3 σαν βορινά χωρία της Μηλιάς και όχι ως Μπαρδουνοχώρια, στην έμμετρη «Ιστορία της Μάνης όλης», στίχοι 101-108:«…Ετούτα είναι της Μηλιάς τα δυτικά χωρία,τα άλλα είναι βορεινά στη μεσιανή μερία.Μπροστά είν' η Καστάνιτζα4, στις μάχες ξακουσμένηκαι στην Τουρκίαν ακούεται, ας είν' και μεθυσμένη.Το Σελεγούδι το πτωχό, τα Κόκκινα Λουρία,ο Άγιος Νικόλαος και άλλα δυο χωρίαΜαλτζίνα λέγεται το εν, Αρχοντικόν το άλλοκαι έως εδώ σώνονται, δεν είναι πλέον άλλο.»




Στην Μάνη ανήκουν μόνο αυτά τα 6 χωριά στα οποία ποτέ δεν χτίστηκε τουρκομπαρδουνιώτικος πύργος, αλλά ούτε κατοίκησε σ' αυτά αγάς5 (τουρκομπαρδουνιώτης), αλλά μόνον Έλληνες.




Ο Γ. Καψάλης6, αναλύει τα λίγα και μπερδεμένα στοιχεία για τους αγάδες της περιοχής και γράφει:«…Ατυχώς και τα ιστορικά τούτα σημειώματα δεν είναι απαλλαγμένα από μερικές ελλείψεις και ανακρίβειες. Έτσι λ.χ. στη Μ. Ελ. Εγκυκλοπαίδεια αναγράφεται, πως μετά την κατάληψη της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) εκρήμνισε τους πύργους του στα Βαρδουνοχώρια Άγιο Νικόλα, Αρχοντικό, Καστάνια, Μαλιτσίνα κλπ., αλλ’ ούτε ο Ρουμπής, ούτε κανένας άλλος Τουρκοβαρδουνιώτης αγάς, είχε ποτέ πύργο στα Βαρδουνοχώρια εκείνα».


Ο Γ. Καψάλης (αλλά και μεταγενέστεροι συγγραφείς) εντάσσει τα έξι αυτά χωριά, που είναι γνωστά ως «μανιάτικα»7, στη γεωγραφική περιοχή της Μπαρδούνιας. Παράλληλα όμως διευκρινίζει ότι υπάγονταν στην Έξω Μάνη.


Συγκεκριμένα αναφέρει8:«Τα χωριά της «Δώθε Ρίζας» του τ. Δήμου Μελιτίνης (Καστάνια, Σελεγούδι, Αγιονικόλας, Κόκκινα Λουριά, Μαλτσίνα, Αρχοντικό), που τα κατοικούσαν Έλληνες μόνον, φαίνεται πως πολύ ενωρίς είχαν αποχωρισθή από τη Βαρδούνια και είχαν ενωθή με την Έξω Μάνη, όπως μαρτυρεί και το ποίημα του Νηφάκου (στίχοι 81-87).


Στη σελ. 117 συνεχίζει: «Προτού όμως ν’ ασχοληθούμε με τους αγάδες των Τουρκοβαρδουνιωτών, όταν άρχισε ο ιερός μας ασγώνας, θα μνημονεύσουμε τα Βαρδουνοχώρια, των οποίων ο πληθυσμός ήταν αγνός ελληνικός και ανήκαν στην Έξω Μάνη, αμέσως μετά το 1715, ίσως, που εγκατασταθήκανε στη Βαρδούνια οι μωαμεθανοί Αλβανοί (Τουρκοβαρδουνιώτες), όπως μαρτυρεί και το σατυρικό ποίημα του Νικήτα Νηφάκου, που είναι μια χωρογραφία της Μάνης. Τα Μανιάτικα τούτα Βαρδουνοχώρια είναι τα ακόλουθα…..».


Τα Μπαρδουνοχώρια των τουρκομπαρδουνιωτών (στα οποία κατοικούσαν και έλληνες) με τους οχυρωμένους τουρκομπαρδουνιώτικους πύργους τους, ήταν9: «Άρνα10, Κοτσατίνα (σήμερα Σπαρτιά), Τσέρια (σ. Αγία Μαρίνα), Ζελίνα (σ. Μελιτίνη), Ρόζοβα (σ. Λεμονιά), Στροντζά11 (σ. Προσήλιο), Πρίτσα Πάνω και Κάτω (σ. Παλιόβρυση), Κουρτσούνα (σ. Βασιλική), Γοράνοι, Ποταμιά, Λιαντίνα, Βίγλα, Λεβέτσοβα (σ. Κροκεές), Δαφνί, Λυκοβουνό, Ασήμι, Τάραψα (σ. Βασιλάκι), Πετρίνα, Παλαβίνα. Λόγιου, Αλαΐμπεη.


Όλα τα Μπαρδουνοχώρια κατά τον Γ. Δ. Καψάλη (Μεγ. Ελλ. Εγκυκλ. τόμ. ΙΖ΄, σελ. 512) είναι τα εξής: Καστάνια, Σελεγούδι, Ποτάμι, Παλιά Μπαρδούνια (ή Μποσινέϊκα), Τσεσφίνα (Δεσφίνα), Άγιος Νικόλαος, Κόκκινα Λουριά, Μαλιτσίνα (Μέλισσα), Αρχοντικό, Κάστρο της Μπαρδούνιας (αυτό επί τουρκοκρατίας κυρίως το κατείχαν οι Μπαρδουνιώτες Τουρκαλβανοί), Σίνα, Στροντζά (Προσήλιον), Ρόζοβα (Λεμονιά), Ζελίνα (Μελιτίνη), Τσέρια (Αγία Μαρίνα), Άρνα, Κοτσατίνα (Σπαρτιά), Γόλα (μονή από Έλληνες μοναχούς), Γοράνοι, Πυλοβίτσα (Πολοβίτσα), Κουρτσούνα (Βασιλική), Λιαντίνα, Ποταμιά, Πρίτσα (Παλαιόβρυση), Τάραψα, Πετρίνα. Μετά το 1821 δεν έμεινε ούτε ένας Τουρκαλβανός. Το 1835 ανήκαν στους δήμους Μελιτίνης και Φελίας, και εν μέρει στων Κροκεών. Από το 1912 χωρίσθηκαν σε κοινότητες και από το 1998 άλλα ανήκουν στον δήμο Σμήνους και άλλα στον δήμο Φάριδος.


Τα χωριά αυτά που καταγράφονται ως ελεύθερα, αποτέλεσαν τη προφυλακή της Μάνης, ενώ είχαν σημαντική συμμετοχή και στον αγώνα κατά της Τουρκοκρατίας. Σήμερα υπάγονται στο Δήμο Σμήνους και τα παρουσιάζουμε στην ιστοσελίδα της Μάνης επειδή αποτελούν τμήμα της Μάνης.


Παραπομπές1. Ο Γεράσιμος Καψάλης, σελ. 93, αναφέρει ως σύνορο της Βαρδούνιας με την ανατολική Μάνη, τη ράχη της Παλοβάς, στη περιφέρεια του τ. Δήμου Μαλευρίου.2. «Ηθογραφικά της Μάνης», Ιωάννου Β. Πατσουράκου, έκδοση 1910, επανέκδοση από εκδόσεις «Αδούλωτη Μάνη», Αθήνα 2002.3. «Η Μάνη και ο Μανιάτης Ποιητής Νικήτας Νηφάκος», Πάνου Ν. Παναγιωτούνη, Εκδόσεις «Το Ελληνικό Βιβλίο».4. Βλέπε και Κεφάλαιο «Καστάνια». Το χωριό - Καπετανία του Παναγιώταρου και παλιότερα, στα 1481 για ένα μικρό διάστημα «επαναστατικό κέντρο» (Δ. Μέξης) του Κορκόντυλου Κλαδά (βλέπε Κεφ. «Ιστορική Αναδρομή - Πρώτο ελληνικό απελευθερωτικό κίνημα»).5. Αυτά «φαίνεται πως πολύ ενωρίς είχαν αποχωρισθεί από τη Βαρδούνια και είχαν ενωθεί με την Έξω Μάνη» Γ. Καψάλης, ό.π.6. Γ. Καψάλη, όπ. σελ. 123, σημ. 27. Κώστας Κόμης, «Πληθυσμός και οικισμοί της Μάνης, 15ος - 19ος αιώνας», εκδόσεις Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 1995, σελ. 296, 400 – 402.8. Γ. Καψάλη, ό.π. σελ. 111, σημ. 1.9. Α. Φραντζής «Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος» - Από του 1715-1835, Αθήνα 1839 και Γ. Καψάλης «Η Βαρδούνια....» (ο οποίος διασταύρωσε με την στοματική παράδοση τον Α. Φραντζή).10. Στην οποία Άρνα, κατά τον W. Leak «Travels in the Morea», υπήρχαν 5 πύργοι και ενενήντα σπίτια, τούρκικα, ελληνικά, ένας πύργος και τριάντα σπίτια.11. W. Leak: 3 πύργοι και εβδομήντα σπίτια όλα τούρκικα.


Καστανέα1 (Καστάνια)




Βρίσκεται 28 χλμ. ΒΔ από το Γύθειο, σε υψ. 780μ., στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Ταΰγετου, πολύ κοντά στα σύνορα με τη Μεσσηνία. Λίγο ψηλότερα και 5χλμ. δυτικά της, βρίσκεται το Μοναστήρι της Παναγιάς της Γιάτρισσας. Οι Μανιάτες την ονόμαζαν Καστάνιτσα για να τη ξεχωρίζουν από τη Καστάνια, που βρίσκεται κοντά στη Μηλιά στην Έξω Μάνη (Μεσσηνιακή) του Δήμου Λεύκτρου. Γνωστή ακόμα ως Καστάνιτζα ή Μικρή Καστάνια. Ο οικισμός βρίσκεται στο σύνορο τριών επαρχιών: Λακεδαίμονος, Γυθείου και Οιτύλου. Σύμφωνα με τον κατάλογο του Charles Hopf στα 1467 εμφανίζεται ως Καστράνιτζα1 και την κατέχουν Βενετοί. Ο οικισμός κατά το Γ. Καψάλη ταυτίζεται με την Castagna που αναφέρεται σε βενετική πηγή του 1480, αλλά ο Κ. Κόμης2 διαφωνεί και αναφέρει συγκεκριμένους λόγους ότι πρόκειται για τη Καστάνια της καπετανίας Μηλιάς, του σημερινού Ν. Μεσσηνίας.


Η Καστάνιτσα, εκτός από τη γνωστή μάχη του 1780, απαντάται κατά χρονολογική σειρά στο ποίημα του Ν. Νηφάκη το 1798, στο περιηγητικό κείμενο του W. M. Leake το 1805 ως Kastanitza, στην Etat το 1813 ως Castaji micri, District du Capitaine Miglia και στη στατιστική της Exped Scient. το 1829 ως Καστάνιτζα.


Είναι ορεινό χωριό, στη νότια οροσειρά του Ταΰγετου υψόμετρο 750-800μ. τριγυρινά του χωριά: Πολυτζάραβος, Μηλιά, Σελεγούδι, Άρνα, Κοτσατίνα (σ. Σπαρτιά).


Χτισμένη σε θέση, από φυσική οχυρότητα, πλεονεκτικότερη των άλλων χωριών της περιοχής, στα σύνορα της Έξω Μάνης-Τουρκομπαρδούνιας, ήταν ο «κλειδοκράτορας της ανυπότακτης Μάνης και ο άγρυπνος ένοπλος φρουρός της, στις κινήσεις των άγριων τουρκομπαρδουνιωτών.


Την τραγουδάει ο Ν. Νηφάκος:«Μπροστά είν' η Καστάνιτζα, στις μάχες ξακουσμένηκαι στην Τουρκίαν ακούεται, ας είν' και μεθυσμένη3».


Την καμαρώνει ο λαός, αναφερόμενος σ’ εκείνα τα δύστυχα χρόνια της σκλαβιάς του Γένους:«Πάρε μπαρούτ’ απ’ τη Στροντζάκαι βόλια απ’ την Άρνακαι παλλικάρια διαλεχτά απ’ τη μικρή Καστάνια».


Αλλά, αν το γειτονικό της κάστρο της Μπαρδούνιας πρωτοχτίστηκε από τους βυζαντινούς, το πιο πιθανό είναι και αυτό της Καστράνιτζας να χτίστηκε από τους ίδιους και για τους ίδιους λόγους. Προχωρημένο βέβαια σα θέση ψηλά στον Ταΰγετο, η φρουρά του θα είχε προβλήματα με τους απείθαρχους και σκληρούς πολεμιστές, τους Σλάβους (Μηλιγγούς). Χτισμένο στην κορυφή του λόφου, στην πλαγιά του οποίου βρίσκεται η σημερινή Καστάνια -ερείπιο τώρα σωροί πέτρες κι άλλες που έχουν κυλήσει γύρω στις απότομες πλευρές από τη μια μέσα στις πέτρες βρήκαμε και κομμάτια μικρά κεραμίδια, μερικά απ' αυτά είναι από πήλινα αντικείμενα επίσης εμφανή είναι τα ίχνη καστροτειχοδομής4.


Στο κάστρο τούτο, αναφέρεται από όλους τους ιστορικούς, κατέφυγε ο Κορκόντυλος Κλάδας στη μάχη που έδωσε με τους τούρκους τον Απρίλη του 1481. Και τότε είναι που πρέπει να καταστράφηκε συθέμελα σχεδόν -δεν εξηγείται αλλιώς η τέλεια ερείπωσή του μόλις μπήκαν οι, μαινόμενοι, τούρκοι, και αν απόμεινε τίποτα του το απόκαμε ο χρόνος.


Λοιπόν, για να επανέλθω στο όνομα της σημερινής Καστανιάς -πότε— και από ποιους χτίστηκε:Πιστεύω, το κάστρο το έχτισαν οι βυζαντινοί κάπου στην εποχή του εποικισμού και μετά, της περιοχής από τους μηλιγγούς και κάπου κοντά στο κάστρο, δημιουργήθηκε ένας μικροοικισμός, στην αρχή, όπου έμεναν οι οικογένειες της φρουράς και όλο μαζί (κάστρο και οικισμός) ονομάστηκε Καστράνιτζα5. Έτσι το αρχικό Καστράνιτζα έγινε με αλλεπάλληλες παραφθορές Καστάνιτζα και τέλος Καστάνια.







Η παλιά Καστάνια -όπως τη λένε οι σημερινοί κάτοικοι- η Καστράνιτζα δηλαδή, ο οικισμός του κάστρου, μάλλον βρισκόταν κάτω χαμηλά, στο ανατολικό μέρος. Οι λόγοι είναι ευνόητοι για να προστατεύεται, αλλά κυρίως να μην φαίνεται από τους πειρατές που θα μπαινόβγαιναν στον Λακωνικό κόλπο6. Καταστράφηκε μάλλον και αυτή μαζί με το κάστρο όπως και όλα τα χωριά της Μάνης ως απάνω στον Ταΰγετο από τους τούρκους σαν αντίποινα, πού κυνήγαγαν τον Κλάδα και τους Μανιάτες επαναστάτες. Της Καστράνιτζας ή Καστάνιτζας τώρα δεν υπάρχει δείγμα, παλιότερα μόνο είχαν βρεθεί κομμάτια κεραμίδια στο σημείο εκείνο (πού αναφέρω παραπάνω).


Η Καστάνιτζα ή Καστάνια ανέβηκε παραπάνω από την παλιά προκλητικά περίοπτη από τα γύρω χωριά και από το λακωνικό πέλαγο, μάλλον την έχτισαν οι παλιοί κάτοικοί της όταν αυτοί ξαναγύρισαν από τις σπηλιές και τα κορφοβούνια του Ταΰγετου, αφού διώξανε από τον τόπο τον εχθρό και δεν ξαναπατήθηκε από τον τούρκο ως τα 1780.


Από την εποχή της Βενετοκρατίας (1684-1715) η Καστάνια - χωριό της περιοχής Μπαρδούνιας της επαρχίας Μονεμβασίας του Regno della Morea είχε τον ιδιαίτερο καπετάνιο της, «που τον εκλέγαν οι κάτοικοί της και που αυτός αποφάσιζε για πόλεμο, λάβαινε μέρος στις τοπικές συνελεύσεις και άλλες γενικά σοβαρές υποθέσεις της Μάνης».


Εξακολουθεί να έχει δικό της καπετάνιο και μετά το 1715, περίοδο της β' τουρκοκρατίας παρά το γεγονός πως για τη Μπαρδούνια πάρθηκαν τα ιδιαίτερα εκείνα, όπως ειπώθηκε, μέτρα από την τούρκικη διοίκηση, για την προφύλαξη της τουρκοκρατούμενης Λακεδαίμονας από τις επιθέσεις και επιδρομές των Μανιατών. και αποτελεί πλέον τον προμαχώνα (ισχυρότατο και απλησίαστο) για την είσοδο στην Έξω Μάνη, από τη μεριά της (τούρκο) Μπαρδούνιας.


«Για τούτο και είχε γίνει το άσυλο κάθε τουρκομάχου Κλέφτη και κάθε κυνηγημένου από τον αλλόθρησκο καταχτητή χριστιανού».


Παραπομπές1. Από το βιβλίο της Μαρίας Δρογκάρη «Παναγιώταρος Βενετσανάκης, ο απροσκύνητος κλέφτης του Ταΰγετου», εκδόσεις «γράμματα», Αθήνα 1982.2. Κώστας Κόμης, «Πληθυσμός και οικισμοί της Μάνης, 15ος - 19ος αιώνας», εκδόσεις Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 1995, σελ. 296.3. Μαρίας Δρογκάρη, ό.π. «Ξακουσμένη»: από την Πολιορκία και τον Χαλασμό των ηρωικών Κλεφτών Βενετσανάκηδων και Κολοκοτρωναίων «μεθυσμένη»: τότε τα καλύτερα χωράφια της ήταν αμπελώνες. Βλ. Σ. Κουγέας «Μανιάτικα Ιστορικά Στιχουργήματα...»4. Μαρίας Δρογκάρη, ό.π. Και παρακάτω χαμηλότερά του, ένας χώρος αμφιθεατρικός τεράστιος τουλάχιστο για κορυφή λόφου, με επίσης τεράστια σκηνή-πλατεία, θέατρο αναντίρρητα με αρχιτέκτονά του όμως την ίδια τη Φύση και με εκπληκτική ακουστική. Στο «θέατρο» αυτό σχεδόν στο κέντρο του σώζονται θεμέλια μικρού κτίσματος, με πέτρες ίδιες με εκείνες του Κάστρου.5. Μαρίας Δρογκάρη, ό.π. Σλάβικα ή κατάληξη -nizza σημαίνει χώρος (συνήθως κατοικημένος) γύρω ή κοντά σε κάτι σημαντικό.6. Μαρίας Δρογκάρη, ό.π. Ενώ ο οικισμός του Κάστρου της Μπαρδούνιας βρισκόταν μέσα στο Κάστρο στο βράχο επάνω, όπου υπήρχε και καλλιεργήσιμος χώρος! Πού να ζύγωνε πειρατής ή όποιος άλλος εχθρός...





Σελεγούδι


Βρίσκεται 22 χλμ. ΒΔ του Γυθείου κα ανήκει στα «μανιάτικα» Μπαρδουνοχώρια. Το τοπωνύμιο, κατά το Κώστα Κόμη, είναι σλάβικο (selo, χωριό). Έχει κτισθεί κοντά στο παλιό χωριό Σάρμπια1, που είχανε ξεθεμελιώσει πειρατές, οι οποίοι τα χρόνια εκείνα αποτελούσαν μεγαλύτερη πληγή από τους Τούρκους.

Στις σπουδαιότερες πηγές2 έχει καταχωρηθεί στους Μανιάτικους οισμούς και συγκεκριμένα: στο κώδικα Muazzo το 1695 ως villa Selegadi, στην απογραφή Grimani το 1700 ως Sellegudhi στην Alta Maina, σε διάφορα βενετικά τεκμήρια 1703 –01705 ως Seguolatio Seligudi και Selegudi, στο ποίημα του Νικήτα Νηφάκη το 1798 ως Σελεγούδι καπετανία Μηλιάς, στη στατιστική της Etat ως Seligouda καπετανία Μηλιάς και στη στατιστική Exped. Scient. το 1829 ως Σελεγούδιον τμήμα (Section) Μαλευρίου.

Απογραφές3: Το 1844 ως Σελεγούδι με 107 ψυχές, το 1879 ως Σελεγούδι – Ποτάμι με 339, το 4889 με 298, το 1896 με 340, το 1907 με 326, το 1920 με 301, το 1928 με 303, το 1940 με 331, το 1951 με 224, το 1961 με 163, το 1971 με 101, το 1981 με 96.

Παραπομπές1. Γεράσιμος Καψάλης «Ο Ταΰγετος», σελ. 191, παροιμία αρ. 25.2. Κώστας Κόμης, «Πληθυσμός και οικισμοί της Μάνης, 15ος - 19ος αιώνας», εκδόσεις Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 1995, σελ. 437.3. Κώστας Κόμης ό.π. σελ. 329.

Αρχοντικό


Ανήκει στα «μανιάτικα» Μπαρδουνοχώρια και απέχει 8 χλμ. από το Γύθειο. Είναι αρχοντοχώρι, με εύφορη περιοχή, χτισμένο αμφιθεατρικά σε μια ελαιόφυτη πλαγιά, απέναντι από τη συμβολή Σμήνους – Κολοπανά.

Απαντάται1 στο κώδικα Muazzo το 1695 ως villa Andronie, στην απογραφή Grimani το 1700 ως Arcondio, καθώς και σε άλλα βενετικά τεκμήρια ετών 1703 – 1705 ως villa Arcondico και Arcondico. Στις παραπάνω πηγές έχει καταχωριστεί είτε στην Alta Maina είτε στη Bardugna, στις περιπτώσεις όπου η τελευταία εμφανίζεται ως ξεχωριστό territorio. Ακόμη αναφέρεται στο ποίημα του Νικήτα Νηφάκη το 1798 ως Αρχοντικόν καπετανία Μηλιάς και στη στατιστική της Exped. Scient. το 1829 ως Αρχοντικόν, όπου έχει καταχωρηθεί στην επαρχία Μυστρά (Λακεδαίμονος).


Απογραφές2: το 1844 ως Αρχοντικόν 140 ψυχές, το 1861 είχε 159, το 1879 είχε 194, το 1889 είχε 198, το 1896 είχε 199, το 1907 είχε 249, το 1920 είχε 173, το 1928 είχε 196, το 1940 είχε 235, το 1951 είχε 201, το 1961 είχε 161, το 1971 είχε 101, το 1981 είχε 84.

Παραπομπές1. και 2. Κώστας Κόμης, «Πληθυσμός και οικισμοί της Μάνης, 15ος - 19ος αιώνας», εκδόσεις Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 1995, σελ. 400 και 461.

Μέλισσα (Μαλιτσίνα)
















Έτσι μετονομάσθηκαν με το Β. Δ. 20-9-1955. ΦΕΚ. Α 287/19551 ο συνοικισμός και η κοινότητα Μαλιτσίνης, που ήταν έδρα επισκόπου στην επανάσταση του 1821. Πριν από το 1912 ανήκε στο δήμο Μελιτίνης και από το 1998 στον νεοσύστατο δήμο Σμήνους. Βρίσκεται 20 χλμ. ΝΑ από την Ι.Μ. της Παναγιάς της Γιάτρισσας και 14 χλμ. ΒΔ από το Γύθειο.
Το τοπωνύμιο2 θεωρείται σλάβικο (mala = μικρός) χωρίς να αποκλείεται η αλβανική προέλευσή του (malesi, -a, ορεινή χώρα <>





Παραπομπές1. ΚΕΔΚΕ, «Στοιχεία συστάσεως και εξελίξεως των δήμων και κοινοτήτων», τόμος 29, νομός Λακωνίας, Αθήναι Σεπτέμβριος 1961, σελ. 278 – 279.2. Κώστας Κόμης, «Πληθυσμός και οικισμοί της Μάνης, 15ος - 19ος αιώνας», εκδόσεις Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 1995, σελ. 405.3. Κώστας Κόμης, ό.π. σελ. 462.4. Κώστας Κόμης, ό.π. σελ. 405.












Η Μέλισσα είναι ένα μικρό χωριό στους πρόποδες της ανατολικής πλευράς του Ταϋγέτου. Οδικώς απέχει 41 χμ. από τη Σπάρτη, 18 χμ. από το Γύθειο και είναι 18 περίπου χμ. πριν από το Μοναστήρι την Παναγίας της Γιάτρισσας, στο οδικό άξονα που αρχίζει από τη διασταύρωση των Αιγιών (στο 33 χμ. της Ε.Ο. Σπάρτης – Γυθείου) και διαδοχικά περνάει από τα χωριά: Μέλισσα, Κόκκινα Λουριά, Αγ. Νικόλαος, Καστάνια, Παναγία Γιάτρισσα, Δάσος Βασιλικής.

Έχει περίπου 50 μόνιμους κατοίκους και το Καλοκαίρι πλησιάζει τους 150.

Η ιστορία του αρχίζει από τους αρχαϊκούς χρόνους σύμφωνα με τα τελευταία ευρήματα των αρχαιολόγων, αλλά για να μην αναφέρω κάτι πριν γίνουν οι απαραίτητες έρευνες, θα σχολιάσω ιστορικά στοιχεία των νεότερων χρόνων.

Η Μέλισσα γνωστή τότε ως Μαλτσίνα στα χρόνια της κατοχής του Ελληνικού χώρου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν το πρώτο χωριό μετά το Τελωνείο του Γεφυριού της Στάρας που ήταν Συνοριακός Σταθμός της ελεύθερης Μάνης και της Τουρκοκρατούμενης υπόλοιπης Ελλάδας καθώς και Επισκοπή που απετέλεσε λόγω άνθησης την εποχή εκείνη.

Οι κάτοικοι της ηγήθηκαν στην καθοριστική μάχη του Πολιαράβου κατά την Επανάσταση του 1821.

Σήμερα πολύ λίγα πράγματα θυμίζουν το ένδοξο παρελθόν του μικρού αυτού χωριού. Παρ’ όλα αυτά όμως οι φυσικές ομορφιές το καταπληκτικό κλίμα και το δροσερό νερό από τις πήγες μας αποτελούν μοναδική αφορμή να το επισκεφθεί κανείς.

Υπάρχουν πολλές κατάλληλες εποχές για να επισκεφτεί κανείς αυτόν τον τόπο:





  • Την Δευτέρα του Πάσχα το πρωί για να συμμετάσχει στο πατροπαράδοτο έθιμο του φιλιού της αγάπης. Ένα έθιμο που υπάρχει μόνο σε όσα χωριά συμμετείχαν στη μάχη του Κάστρου του Πασσαβά.






  • Την Παρασκευή του Πάσχα που θα έχει την ευκαιρία να προσκυνήσει την Θαυματουργή Βυζαντινή εικόνα την Ζωοδόχου Πηγής στο Ιστορικό μοναστήρι της Ροΐτσας. Την Μνήμη του Μοναστηριού τιμούν κάθε χρόνο με την παρουσία τους οι Αρχές την Λακωνίας.

  • Την Κυριακή των Αγ. Πάντων για να εκκλησιαστεί στο μικρό εξωκλήσι δίπλα από την Βρύση μέσα στους ανθισμένους πορτοκαλεώνες.




  • Το Πρώτο Σαββάτο μετά τον Δεκαπενταύγουστο στις εκδηλώσεις «ΒΡΥΣΗ» και να συμμετάσχει στην χοροεσπερίδα που οργανώνεται από τους κατοίκους του χωριού.



Κόκκινα Λουριά


Ο Γ. Καψάλης αποκαλεί τον οικισμό «γλεντοχώρι», που είναι μια αετοφωλιά επάνω σε ένα κορφοβούνι. Απέχει 18 χλμ. από τη Ι.Μ. της Παναγιάς της Γιάτρισσας, 16 από το Γύθειο και 13 από τη διασταύρωση του κεντρικού δρόμου Σπάρτης - Γυθείου.
Ανήκει στα λεγόμενα «μανιάτικα1» Μπαρδουνοχώρια και απαντάται σε βενετικές πηγές, ως οικισμός της Alta Maina ή της Bardugna. Αναφέρεται2 στο κώδικα Muazzo το 1695 ως Cochina Luvria, στην απογραφή Grimani το 1700 ως Cochina Curia, σε βενετικά τεκμήρια του 1703 – 1705 ως Cochina Luria Cochina Lucria, στο ποίημα του Νικήτα Νηφάκη το 1798, ως Κόκκινα Λουριά καπετανία Μηλιάς και στη στατιστική της Exped. Scient. το 1829, όπου έχει συμπεριληφθεί στην επαρχία Μυστρά (Λακεδαίμονος).
Στη περιοχή των Κόκκινων Λουριών, προσδιορίζεται3 η θέση του οικισμού Galianica (Guglianica), το όνομα του οποίου προφανώς συνδέεται με το οικογενειακό όνομα Gulachi, που απαντάται στον οικισμό στις αρχές του 18ου αιώνα. Το ανθρωπωνύμιο υπήρξε διαδεδομένο στη Μάνη, όπως σε έγγραφο του 1710 όπου αναφέρεται ο Μανιάτης Παναγιώτης Γουλάκης4, στη Τόμπρα το γένος των Κουλιάνων (Κουλιάνοι - Γουλιάνοι< κουλάς – γουλάς <>

Στη περιοχή των Κόκκινων Λουριών εντοπίζεται και η θέση5 του οικισμού Muchtia, που αναφέρεται6 στο κώδικα Muazzo το 1695, στην απογραφή Grimani το 1700 ως Mustia, στο κατάλογο Pacifico το 1700 ως Mufti και σε βενετικές πηγές του 1700 - 1705 ως Murtia και Mustia.
Απογραφές7 των Κόκκινων Λουριών: το 1844 είχε 276 ψυχές, το 1861 είχε 284, το 1879 είχε 353, το 1889 είχε 340, το 1896 είχε 353, το 1907 είχε 398, το 1920 είχε 391, το 1928 είχε 430, το 1940 είχε 414, το 1951 είχε 350, το 1961 είχε 328, το 1971 είχε 266, το 1981 είχε 208.

Παραπομπές1. Κώστας Κόμης, «Πληθυσμός και οικισμοί της Μάνης, 15ος - 19ος αιώνας», εκδόσεις Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 1995, σελ. 118.2. Κώστας Κόμης, ό.π. σελ. 460.3. Κώστας Κόμης, ό.π. σελ. 404.4. Δικαίος Βαγιακάκος «Μανιάται εις Ζάκυνθον», τόμος 1, σελ. 265.5. Κώστας Κόμης, ό.π. σελ. 405.6. Κώστας Κόμης, ό.π. σελ. 462.7. Κώστας Κόμης, ό.π. σελ. 403.


Άγιος Νικόλαος


Ανήκει στα λεγόμενα «Μανιάτικα1» Μπαρδουνοχώρια και είναι το κεντρικό χωριό2 της «Δώθε ρίζας», πρωτεύουσα του τέως Δήμου Μελιτίνης, κοντά στο κάστρο της Βαρδούνιας. Απέχει 15 χιλ. από τη διασταύρωση του κεντρικού δρόμου Σπάρτης - Γυθείου και άλλα 3 από το Γύθειο.
Αναφέρεται στις πηγές από το 1618 έως το 1829, είτε ως οικισμός της Alta Maina είτε της Bardugna, χωρίς πληθυσμιακή ένδειξη. Συγκεκριμένα3: στο κώδικα Muazzo το 1695 ως San Nicolo, στην απογραφή Grimani το 1700 ως S. Nicola και σε διάφορα βενετικά τεκμήρια από το 1703 έως το 1705 ως San Nicolo kai S. Nicola. Απαντάται ακόμα στο ποίημα του Νικήτα Νηφάκη το 1798 και στη στατιστική Exped. Scient. το 1829 ως Άγιος Νικόλαος.
Απογραφές: το 1844 είχε 499 ψυχές, το 1861 είχε 493, το 1879 ως Άγιος Νικόλαος – Φρούριο Βαρδούνιας – Παλαιά Βαρδούνια 601, το 1889 είχε 550, το 1896 είχε 547, το 1907 είχε 524, το 1920 είχε 562, το 1928 είχε 573, το 1940 είχε 598, το 1951 είχε 508, το 1961 είχε 362, το 1971 είχε 282, το 1981 είχε 209 άτομα.
Παραπομπές1. Κώστας Κόμης, «Πληθυσμός και οικισμοί της Μάνης, 15ος - 19ος αιώνας», εκδόσεις Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 1995, σελ. 400.2. Γεράσιμος Καψάλης «Η Βαρδούνια και οι Τουρκοβαρδουνιώτες», Πελοποννησιακά τ. Β’, Αθήνα 1957, σελ. 118.3. Κώστας Κόμης ό.π. σελ. 460.

Κάστρο Μπαρδούνιας




Τα συνεχή επαναστατικά κινήματα στη Λακωνία και τη Μάνη, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, είχαν ως αποτέλεσμα το φανατισμό και το μίσος των Τούρκων. Σ’ αυτή την αδιάκοπη σύγκρουση με τους κατακτητές, ένα τμήμα της Λακωνίας που δοκιμάστηκε και υπέφερε ήταν τα Μπαρδουνοχώρια.
Από τα χωριά αυτά, εκείνα που ήταν στα δυτικά του Μπαρδουνοποτάμου, ανήκαν στην ελεύθερη ανατολική Μάνη και δεν γνώρισαν τη σκλαβιά. Αντίθετα, όσα ήταν ανατολικά του Μπαρδουνοποτάμου, κατέχονταν από τους Τουρκαλβανούς, τους περίφημους Τουρκομπαρδουνιώτες, που βρίσκονταν εκεί για να αποκρούουν τους Μανιάτες.
Κέντρο των τουρκομπαρδουνιωτών αρχικά, ήταν το απόρθητο κάστρο της Μπαρδούνιας. Στην όχθη του Σμήνους υψώνεται απότομος βράχος, πάνω στον οποίο βρίσκονται τα ερείπια του κάστρου της Μπαρδούνιας, το οποίο υπήρξε διοικητικό κέντρο της περιοχής. Η αρχική δόμηση1 του κάστρου δεν έχει προσδιοριστεί, αλλά ίσως να ήταν βυζαντινό κτίσμα ή Φράγκικο. Βέβαιο είναι ότι η σημερινή του μορφή είναι βενετσάνικη με τούρκικες επιδομήσεις και μετατροπές. Μέσα στο κάστρο υπήρχε οχυρός πύργος, με θέσεις πυροβολικού, αποθήκες πυρομαχικών και τροφίμων, δεξαμενές νερού και πολλά κτίρια για προσωπικό και υλικά απαραίτητα για άμυνα.
Στο κατάλογο του 1618 περιλαμβάνεται2, ως Bardugna Castello, στη κατηγορία των οικισμών της γειτονικής Μάνης, αλλά δεν υπάρχει πληθυσμιακή ένδειξη. Αναφέρεται σε Βενετικές πηγές, όπου χαρακτηρίζεται είτε ως οικισμός της Alta Maina είτε της Bardugna. Στη στατιστική της Exped. Scient. το 1829, περιλαμβάνεται στους οικισμούς της επαρχίας Μυστρά (Λακεδαίμονος).
Απογραφές3: το 1879 ως Άγιος Νικόλαος – Φρούριο Βαρδούνιας – Παλαιά Βαρδούνια 601 ψυχές, το 1889 ως Βαρδούνια Παλαιά 28 – Βαρδούνια Φρούριον 16, το 1896 ως Βαρδούνια Παλαιά 31 – Βαρδούνια Κάστρο 31, το 1907 ως Βαρδούνια Παλαιά 16 – Βαρδούνια Κάστρον 25, το 1920 ως Παλαιά Βαρδούνια 15 – Κάστρον Βαρδούνια 21, το 1928 ως Παλαιά Βαρδούνια 24 – Κάστρον Βαρδούνια 18, το 1940 η Παλαιά Βαρδούνια ερημωμένη, ενώ το κάστρο δεν αναφέρεται, το 1951 ως Βαρδούνια 45 και έκτοτε δεν αναφέρεται.
Παραπομπές1. Μεγάλη Σοβιετική εγκυκλοπαίδεια, έκδοση 1981, Τ.23, σελ. 20.2. Κώστας Κόμης, «Πληθυσμός και οικισμοί της Μάνης, 15ος - 19ος αιώνας», εκδόσεις Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 1995, σελ. 401.3. Κώστας Κόμης ό.π., σελ. 402.